- κενοδοξώ
- (ε) αμετ. быть тщеславным, честолюбивым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κενοδοξώ — (Α κενοδοξῶ, έω) [κενόδοξος] νεοελλ. μσν. 1. είμαι ματαιόδοξος, ματαιοδοξώ 2. επαίρομαι, μεγαλαυχώ μσν. περιφρονώ αρχ. έχω μάταιη πεποίθηση («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῑς εὑρησιλογίας κενοδοξοῡντες», Πολ.) … Dictionary of Greek
κενοδοξῶ — κενοδοξέω hold a vain opinion pres subj act 1st sg (attic epic doric) κενοδοξέω hold a vain opinion pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδόξῳ — κενόδοξος vain glorious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενοδοξία — η (ΑΜ κενοδοξία, Μ και κενοδοξία) [κενοδοξώ] το να είναι κανείς κενόδοξος, η ματαιοδοξία, η αλαζονεία αρχ. 1. δοκησισοφία («μηδὲν κατὰ ἐριθείαν ἤ κενοδοξίαν», Πλούτ.) 2. σεμνοτυφία … Dictionary of Greek
κενοδοξικώς — κενοδοξικῶς (Μ) επίρρ. με κενοδοξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κενοδοξικός < κενοδοξῶ] … Dictionary of Greek
κενοδόξισμα — κενοδόξισμα, τὸ (Μ) καύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενοδοξῶ] … Dictionary of Greek